ξεκουβαριάζω

ξεκουβαριάζω
ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κουβαριάζω (< κουβάρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκμηρύομαι — ἐκμηρύομαι (Α) 1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω 2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα 3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”